θηρευτική

θηρευτική
η
1) охотничье мастерство; 2) зверобойный, охотничий промысел; звероловство

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "θηρευτική" в других словарях:

  • θηρευτικῇ — θηρευτικός of fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηρευτική — θηρευτικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηρευτικός — ή, ό (Α θηρευτικός, ή, όν) [θηρευτής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κυνήγι, που είναι ειδικός στο να κυνηγά, κυνηγετικός αρχ. 1. αυτός που κυνηγά, που επιδιώκει κάτι 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ θηρευτική (ενν. τέχνη) η θήρα, το κυνήγι 3. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • παλαιολιθική εποχή — Το πρώτο και μεγαλύτερο σε χρονική διάρκεια μέρος της εποχής του λίθου. Η π.ε. τοποθετείται χρονικά στο δεύτερο μισό του πλειστόκαινου και οι αρχές της ανάγονται, συμβατικά βέβαια, γύρω στα 600.000 π.Χ. Αν πάρουμε λοιπόν υπόψη μας ότι η… …   Dictionary of Greek

  • θηρευτήρ — θηρευτήρ, ό και θηλ. θηρεύτρια (Α) [θηρεύω] 1. ο θηρευτής, ο κυνηγός 2. (το θηλ. και ως επίθ.) θηρευτική, κυνηγετική …   Dictionary of Greek

  • κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… …   Dictionary of Greek

  • παλεύτρια — και παλευτρίς, ίδος, ἡ (Α) 1. (ως επίθ. και ως ουσ.) πτηνό που χρησίμευε ως δόλωμα για παγίδευση άλλων πτηνών, η θηρευτική περιστερά 2. μτφ. η πόρνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλεύω (II) «δελεάζω, προσελκύω» + επίθημα τρια (πρβλ. ιππεύτρια)] …   Dictionary of Greek

  • σιβύνη — και συβίνη και συβήνη, ἡ, και σιβύνης, ὁ, Α 1. θηρευτική λόγχη 2. (κατ επέκτ.) κάθε είδους λόγχη. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί με επίθημα ύνη τών λ. που φανερώνουν όργανο (πρβλ. κορ ύνη, τορ ύνη). Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., γεγονός που… …   Dictionary of Greek

  • θηρευτικός — ή, ό κυνηγετικός: Θηρευτική ικανότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»